μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
ο, Ναυτός που διοικεί μαζί με άλλον ή άλλους, συγκυβερνήτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + άρχοντας].