φρονηματισμός

Revision as of 05:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ὁ,

   A presumptuousness, arrogance, Plb(?).Fr.235, Them.Or.21.251b.

German (Pape)

[Seite 1308] ὁ, das Muthig-, Edelmüthig-, Großmüthigmachen; aber auch tadelnd, das Hochmüthig-, Stolzmachen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

φρονημᾰτισμός: ὁ, ἔπαρσις, τῦφος, ἀλαζονεία. Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 136, Θεμίστ. 251Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ φρονηματίζω
νεοελλ.
σωφρονισμός
μσν.-αρχ.
αλαζονεία, έπαρση.

Russian (Dvoretsky)

φρονημᾰτισμός: ὁ высокомерие, надменность Polyb.