φρονηματίζω

German (Pape)

[Seite 1308] großmütig machen, u. pass. großmütig, edelmütig sein, handeln; gew. tadelnd, übermütig, stolz machen, u. pass. hochmütig, stolz werden, φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων Arist. pol. 8, 6; πεφρονηματισμέναι διά τι 3, 13; ἐπί τινι Pol. 22, 8,8.

Greek Monolingual

ΝΜΑ φρόνημα, -ήματος]
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον φρόνιμο, σωφρονίζω
2. εμβάλλω σε κάποιον θάρρος, αυτοπεποίθηση
μσν.-αρχ.
κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, να τρελαθεί.