τρισκαιδεκέτης

From LSJ
Revision as of 02:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατριῶν ἐτῶν, Λυσί. 116. 28.

French (Bailly abrégé)

c. τρισκαιδεκαέτης.

Greek Monolingual

-ες, Α
βλ. τρεισκαιδεκ(α)έτης.

Greek Monotonic

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών, σε Λυσ.