τέτραρχος

Revision as of 07:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ὁ,

   A = τετράρχης (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

τέτραρχος: ὁ, = τετράρχης, Πλούτ. 2. 768D.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο τετράρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -αρχος].

Russian (Dvoretsky)

τέτραρχος: ὁ Plut. = τετράρχης.