τετράρχης

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρχης Medium diacritics: τετράρχης Low diacritics: τετράρχης Capitals: ΤΕΤΡΑΡΧΗΣ
Transliteration A: tetrárchēs Transliteration B: tetrarchēs Transliteration C: tetrarchis Beta Code: tetra/rxhs

English (LSJ)

τετράρχου, ὁ,
A tetrarch, Str.12.5.1, Plu.Ant.56, OGI416 (Cos, i. A.D.), 543.3 (Ancyra, ii A.D.), etc.; of rulers under the protection of Rome of lower grade than kings, e.g. in Palestine, Ev.Matt.14.1, al., J.BJ1.12.5, al.; generally, Sall.Cat.20.7, Hor.Sat.1.3.12, etc.: also τέτραρχος, Θεσσαλῶν SIG274 (Delph., iv B.C.): gen. -χου OGI606.4 (Syria, i A.D.), but -χα IGRom.4.1683 (Pergam.): cf. τετραρχία.
II a leader of four λόχοι, or 64 men, Rev.Arch.3 (1934).40 (Amphipolis, iii/ii B.C.), 6(1935).31 (ibid., ii B.C.), Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact.10.1, Ael.Tact.9.2.

German (Pape)

[Seite 1099] ὁ, ein Tetrarch od. Vierfürst, bei den Galatern üblich, Sp., wie Plut. Ant. 56; – Anführer von vier λόχοι, Suid.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tétrarque, chef d'une région sur quatre dans une province, ou chef avec trois autres.
Étymologie: τέσσαρες, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

τετράρχης: ου ὁ тетрарх (правитель четырех областей или одной четвертой части области) Plut., NT.

Greek (Liddell-Scott)

τετράρχης: -ου, Στράβ. 567, Πλουτ. Ἀντών. 56, κλπ., πρβλ. τετραρχία. ΙΙ. ὁ διοικῶν ἢ διευθύνων τέσσαρας λόχους ἢ 64 ἄνδρας, Ἀρρ. Τακτ. 10. 1.

English (Strong)

from τέσσαρες and ἄρχω; the ruler of a fourth part of a country ("tetrarch"): tetrarch.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. (στην αρχ. Ελλάδα) α) διοικητής τετραρχίας, διοικητικής περιφέρειας τεσσάρων επαρχιών
β) αρχηγός τεσσάρων λόχων ή εξήντα τεσσάρων ανδρών
2. (στη Ρώμη) α) διοικητής του ενός τετάρτου μιας επαρχίας
β) ο διοικητής μιας από τις ανατολικές χώρες του ρωμαϊκού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -άρχης].

Greek Monotonic

τετράρχης: -ου, ὁ, διοικητής της μιας από τέσσερις επαρχίες, σε Στράβ. κ.λπ.

Middle Liddell

τετράρχης, ου, ὁ,
a tetrarch, i. e. a ruler of one of four provinces, Strab., etc.

Chinese

原文音譯:tetr£rchj 帖特而-阿而黑士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:四-原始
字義溯源:四分之一領土的統治者,四分領太守,分封的王;古羅馬轄管一省的四分之一土地者,由(τέσσαρες)*=四)與(ἄρχω)*=為首)組成
出現次數:總共(4);太(1);路(2);徒(1)
譯字彙編
1) 分封的王(3) 太14:1; 路3:19; 路9:7;
2) 分封之王(1) 徒13:1

Translations

tetrarch

Dutch: tetrarch, viervorst; Esperanto: tetrarĥo, tetrarko, kvaronprinco; Finnish: tetrarkki; French: tétrarque; German: Tetrarch; Ancient Greek: τέτραρχος, τετράρχης; Italian: tetrarca; Kazakh: аймағының әкімі; Latin: tetrarches; Portuguese: tetrarca; Russian: тетрарх; Spanish: tetrarca; Turkish: tetrark