ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
φῐλοπώτης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ φιλοπότης, Κῶδ. Ἑνετ. τοῦ Ἀθην. 430C, 433Β, 438C· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 456, Παραλ. 445.
ὁ, Αβλ. φιλοπότης.
ὁ, seltenere Nebenform von φιλοπότης, s. Lobeck Phryn. p. 456.