τρίχρους

Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ουν, contr. for τρίχροος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και τρίχροος, -οον, Α
(λόγιος τ.) τρίχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χρους (< χρως, χρωτός «χρώμα» επιδερμίδα»), πρβλ. πολύ-χρους].