σχοινοβασία
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
σχοινοβασία, η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α
η τέχνη του σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες
οι σχοινοβατικές ασκήσεις
2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινοβάτης. Ο νεοελλ. τ. σχοινοβασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].