ακροβασία

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

η ακροβάτης
1. το να βαδίζει κάποιος στις μύτες τών ποδιών του
2. εκτέλεση γυμναστικών ασκήσεων με ή χωρίς όργανα, όπως π. χ. η σχοινοβασία, η αιώρηση κ.ά.
3. ριψοκίνδυνη προσπάθεια ή ενέργεια, ακροβατισμός.