υπόκενος

From LSJ
Revision as of 18:48, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μτφ. μάταιος («κοῡφον καὶ ὑπόκενον», Φώτ.)
μσν.
λίγο κενός («ἵνα μὴ τὸ πλῆρες τοῦ ταμιείου γένηται ὑπόκενον», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κενός.