συνυπόκειμαι
English (LSJ)
A to be appended also, of a document, τὸ -κείμενον ἄκυρον εἶναι Inscr.Perg.163 D 12 (ii B.C.); συνυποκείσθω let it be assumed also, Gal.15.503; underlie at the same time, Jul. Or.4.133d:—f.l. in Lib.Decl.4.61.
Greek (Liddell-Scott)
συνυπόκειμαι: Παθητ., ὑπόκειμαι ὁμοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3063. 12, Λιβάν. τ. 4, σ. 38, 3.
Greek Monolingual
Α ύπόκειμαι
1. (κυρίως για έγγραφο) προσαρτώμαι επιπροσθέτως
2. επιτρέπω να αναληφθεί κάτι επί πλέον.