επιτρέπω
Greek Monolingual
(AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) τρέπω
1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῦτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῖν», Αριστοφ.
γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.)
νεοελλ.
(στο γ’ πρόσ.) επιτρέπεται
δίνεται η άδεια («επιτρέπεται η είσοδος, το κάπνισμα» κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
1. παραχωρώ, εμπιστεύομαι, αναθέτω («καὶ oἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα», Ομ. Οδ.)
2. υποχωρώ, ενδίδω («οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ», Ομ. Ιλ.)
3. διατάζω («τὴν μὲν [τάξιν] ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι», Ξεν.)
4. δίνω την εξουσία, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον («τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε μάλιστα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. έχω κλίση, ροπή, στρέφομαι σε κάτι («σοὶ δ’ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα εἴρεσθαι», Ομ. Οδ.)
2. ανατρέπω πάνω σε κάτι («ὁ μέντοι ἰπνολέβης ὑπερπαφλάζων ἐς κεφαλὴν ἡμῖν ἐπέτρεπε τοὺς ἄνθρακας», Λουκιαν.)
3. αναθέτω, μεταφέρω δικαίωμα ή εντολή, κληροδοτώ («τοῖσιν θεοὶ ὄλβια δοῖεν ζωέμεναι, και παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος κτήματ’ ἐνὶ μεγάροισι», Ομ. Οδ.)
4. παραδίνω τον γιο μου για εκπαίδευση
5. παραχωρώ νόμιμη έξοδο σε κάποιον («οἶς [ἃ] ἂν ἐπιτρέψωσιν, οἱ δὲ τάξωσι, τούτοις ἐμμένειν» — σε όσα παραγγείλουν, Πλατ.)
6. αφήνω στην κρίση άλλου («κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν, ἢ κίχλαι», Αριστοφ.)
7. παραχωρώ, χαρίζω («Ποσειδάωνι δὲ νίκην πᾶσαν ἐπέτρεψας», Ομ. Ιλ.)
8. (με αιτ. πράγμ.) μού εμπιστεύονται κάτι («παρὰ τούτων... ἐπιτραφθέντες ἔσχον τὴν ἀρχήν», Ηρόδ.)
9. μέσ. ἐπιτρέπομαι
χρησιμοποιώ κάποιον ως διαιτητή («ἐπίστευον μὲν αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι», Ξεν.)
10. φρ. «ἐπιτρέπω περὶ τῶν ὅλων» — δίνω απεριόριστη πληρεξουσιότητα.