ταπεινοκέφαλος
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που από φυσικού του έχει χαμηλό κρανίο
2. το αρσ. ως ουσ. ο ταπεινοκέφαλος
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος θηλαστικόμορφων ερπετών που ανήκει στην τάξη τών θηριαψιδωτών, είναι τυπικό της υπόταξης tapinocephaloidea και χαρακτηρίζεται από πολλές εξειδικευμένες φυτοφάγες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. στενο-κέφαλος. Η λ. με την επιστημονική της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tapinocephalus].