κρανίο

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

το (AM κρανίον)
1. ο σκελετός της κεφαλής και ειδικότερα το οστέινο κύτος που περιέχει τον εγκέφαλο
2. το κεφάλι
3. νεκροκεφαλή
4. φρ. «Κρανίου τόπος» — ο Γολγοθάς («... εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾱ, ὅ ἐστι λεγόμενος Κρανίου τόπος», ΚΔ)
μσν.
πονοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κρἄνον (β' συνθετικό πολλών συνθέτων, πρβλ. κιονόκρανον, ωλέκρανον) + κατάλ. -ιον. Ο τ. κράνον θα πρέπει να προήλθε είτε < κρασ-νον, οπότε αποτελεί παρ. μιας λ. με σημ. «κεφάλι», της οποίας σώζεται η γεν. κρά-ατος (< κράσ-ατος, βλ. λ. κραίνω [Ι]) είτε < κάρα, γεν. κρατός, αναγόμενος στη συνεσταλμένη βαθμίδα kr- της ΙΕ ρίζας ker-ә «κέρας, κεφαλή» ή στην παρεκτεταμένη της μορφή krs-n. Η γλώσσα του Ησυχίου κράνα
κεφαλή είναι αμφίβολης γνησιότητας. Η λ. ως α' συνθετικό απαντά σε πολλούς διεθνείς ιατρικούς όρους, οι οποίοι στην Ελληνική εμφανίζονται ως αντιδάνειες (πρβλ. κρανιοθρυψία, κρανιοπλαστική)].
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κρανιακός
νεοελλ.
κρανιωτά, τα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρανιόλειος
μσν.
κρανιοκέφαλος
νεοελλ.
κρανιεκτομή, κρανιηλασία, κρανιόγραμμα, κρανιογράφημα, κρανιογραφία, κρανιογραφικός, κρανιογράφος, κρανιοειδής, κρανιοθηρία, κρανιοθλάστης, κρανιοθραύστης, κρανιοθρύπτης, κρανιοθρυψία, κρανιοκλασία, κρανιοκλάστης, κρανιολατρεία, κρανιολογία, κρανιολογικός, κρανιολόγος, κρανιομαλάκυνση, κρανιομαντεία, κρανιομαντικός, κρανιοπλαστία, κρανιοσκοπία, κρανιοσκοπικός, κρανιοσκόπος, κρανιοστάτης, κρανιοσωματικός, κρανιοτομία, κρανιοτόμος, κρανιοφαρυγγίωμα, κρανιοφόρο. (Β' συνθετικό) -κρανο(ν): δίκρανο(ν), επίκρανο(ν), κιονόκρανω(ν), ωλέκρανο(ν)
αρχ.
βούκρανον, ημίκρανον, κιόκρανον, λέκρανον, λεοντόκρανον, μεσόκρανον, ολέκρανον, οχετόκρανον, πάγκρανον, περίκρανον, ποτίκρανον, τοιχόκρανον
νεοελλ.
τρίκρανο, ωλενόκρανο].

Translations

skull

Adyghe: шъхьэкъупшъхь; Afrikaans: skedel; Ainu: オナシ; Albanian: kafkë; Amharic: ጭንቅላት, የራስ ቅል; Arabic: جُمْجُمَة; Egyptian Arabic: جمجمة; Aragonese: cranio; Aramaic Hebrew: גולגלתא; Armenian: գանգ; Aromanian: cafcã, cãpitsãnã, craniu, cafcalã, cãrãfetã, cocã; Assamese: লাওখোলা; Asturian: craniu; Avar: гвангвара; Aymara: amay pekge; Azerbaijani: kəllə; Bashkir: баш һөйәге; Basque: burezur; Bau Bidayuh: tikuruok; Belarusian: чэрап; Bengali: করোটি; Breton: klopenn; Bube: mötyuèkököra; Bulgarian: череп; Burmese: ဦးခွံ; Catalan: crani; Cebuano: bagolbagol, kalabera; Central Melanau: abekulou; Cherokee: ᎤᏍᎦ; Chinese Cantonese: 腦殼, 脑壳; Hakka: 腦殼, 脑壳; Hokkien: 頭蓋骨, 头盖骨, 頭殼碗, 头壳碗; Mandarin: 頭骨, 头骨, 頭蓋骨, 头盖骨, 顱骨, 颅骨, 腦殼, 脑壳; Classical Nahuatl: tzontecomatl; Classical Syriac: ܩܪܩܦܬܐ; Czech: lebka; Danish: kranium, kranie; Dhivehi: ބޮލުގެ ނާށިގަނޑު; Dutch: schedel, doodshoofd, doodskop, cranium; Esperanto: kranio; Estonian: kolju, pealuu, kolp; Farefare: zuwaŋrɛ; Faroese: skøltur, heysur, skalli, skróvbein; Finnish: kallo, pääkallo; French: crâne; Friulian: crepe; Galician: cranio, caveira; Georgian: თავის ქალა, ქალა; German: Schädel, Kranium; Gothic: 𐍈𐌰𐌹𐍂𐌽𐌴𐌹; Greek: κρανίο; Ancient Greek: κρανίον; Greenlandic: qaratserfik; Guaraní: akã kangue; Gujarati: ખોપરી; Haitian Creole: zo tèt; Hausa: kwanyar; Hawaiian: iwi poʻo; Hebrew: גולגולת \ גֻּלְגֹּלֶת; Hiligaynon: bagol; Hindi: कपाल; Hungarian: koponya; Icelandic: höfuðkúpa, hauskúpa; Ido: kranio; Igbo: okpukpo isi; Indonesian: tengkorak, jumjumah, batok kepala; Ingrian: pääluu; Interlingua: cranio; Irish: blaosc, cloigeann, blaosc an chinn, blaosc an chloiginn; Italian: cranio, teschio; Japanese: 頭蓋骨, 頭骨; Javanese: tengkorak; Kabuverdianu ALUPEC: kraniu; Badiu: kraniu; Kabyle: abbaɣ; Kalmyk: һавл; Kannada: ತಲೆಬುರುಡೆ; Kazakh: бас сүйек; Khmer: លលាដ៍ក្បាល; Kinaray-a: bagol; Komi-Permyak: юр лы; Korean: 두개골(頭蓋骨); Kurdish Central Kurdish: کاپۆڵ; Northern Kurdish: kilox; Kyrgyz: баш сөөгү, баш сөөк; Lak: бакӏрал ттаркӏ; Lao: ກະໂຫລກ, ກະລາ, ກະໂຫຼກ; Latgalian: čereps; Latin: calvaria, calva, cranium; Latvian: galvaskauss, miroņgalva; Lezgi: келле; Limburgish: sjeiel; Lingala: ebɛbɛlɛ; Lithuanian: kaukolė; Lü: ᦡᦳᧅᧈᦷᦠ; Luxembourgish: Hirschuel, Schiedel; Macedonian: череп; Malagasy: karandoha; Malay: tengkorak, batok kepala, jumjumah; Malayalam: തലയോട്ടി; Maltese: kranju, qorriegħa; Maori: angaanga, papa angaanga, pareho, korotū, pārihirihi; Marathi: कवटी; Mon: ဂၞာက္ဍဟ်; Mongolian Cyrillic: гавал; Mongolian: ᠭᠠᠪᠠᠯᠠ; Nahuatl: tzontecomatl; Nepali: खप्पर; Norman: cranne; Norwegian Bokmål: skalle, skolt, hjerneskalle, hodeskalle; Nynorsk: hovudskalle, skult; Occitan: cran; Odia: ମୁଣ୍ଡଖପୁରି, ଖପୁରି; Ojibwe: nishtigwaanigegan; Old English: hēafodpanne, hēafodbān; Old Galician-Portuguese: caaveira; Ossetian: сӕргӕхц; Pali Mon: သဳသကပလ; Pangasinan: lapislapis; Pashto: کوپړۍ; Persian: جمجمه, کله, کدفت; Plautdietsch: Schädel; Polish: czaszka; Portuguese: crânio, caveira; Punjabi: ਖੋਪਰੀ; Quechua: uma tullu; Romanian: craniu, țeastă, căpățână; Romansch: chavazza; Russian: череп; Samogitian: kramė; Sanskrit: कपाल; Santali: ᱠᱷᱟᱯᱨᱤ; Sardinian: cràniu; Scottish Gaelic: claigeann; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̀бања, ло̀бања; Roman: lùbanja, lòbanja; Shona: dehenya; Sicilian: crozza, cucuzzuni; Sinhalese: ඔලුව, තට්ටය; Slovak: lebka; Slovene: lobanja; Somali: lafmadax; Spanish: cráneo, calavera; Swahili: fuvu la kichwa; Swedish: skalle, kranium, kranie; Tagalog: bungo; Tajik: косаи сар, косахонаи сар; Tamil: தலையோடு; Taos: pʼìtąmúluną; Tarifit: aqešqaš; Telugu: కపాలము, పుర్రె; Thai: กะโหลก; Tibetan: ཀ་པ་ལ; Tigrinya: ሽክና ርእሲ, ሓምሓም ርእሲ; Turkish: kafatası, baş çanağı, baş kâsesi; Turkmen: kelleçanak; Tày: búc bẩu; Ukrainian: череп; Urdu: کَپال; Uyghur: باش سۆڭىكى; Uzbek: bosh suyagi; Vietnamese: sọ, đầu lâu; Volapük: kran; Walloon: cråne; Waray-Waray: bungo; Welsh: penglog, siol; West Coast Bajau: bengkurung; West Flemish: dutsekop, schedel; West Frisian: plasse; White Hmong: pob txha tab hau; Wolof: kaaŋ mi; Xhosa: ukhakayi; Yámana: taša; Yiddish: שאַרבן; Yoruba: egungun agbárí; Yucatec Maya: tseek'; Zhuang: ndokgyaeuj; Zulu: ugebhezi