συνυπόστατος
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek (Liddell-Scott)
συνυπόστᾰτος: -ον, ὁ συνυπάρχων, τρία ἐνυπόστατα, τρία συνυπόστατα ἀλλήλοις συνόντα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 891Β.
Greek Monolingual
-ον, Α συνυφίστημι
αυτός που συνυπάρχει με κάποιον.
German (Pape)
mit substantiell, K.S.