υψίκροτος
From LSJ
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αντηχεί ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρότος (πρβλ. πολύκροτος)].
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
-ον, Α
αυτός που αντηχεί ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρότος (πρβλ. πολύκροτος)].