πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
και χεζάς, ο, θηλ. χεζού, Ν 1. αυτός που έχει συχνές κενώσεις, χέστης 2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέζω + κατάλ. -άς (πρβλ. φαγάς)].