χανδοπότης

Revision as of 06:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A toper, AP11.59 (Maced.).

Greek (Liddell-Scott)

χανδοπότης: -ου, ὁ, ὁ χανδόν, ἢ ἀθρόως ἢ ἀκορέστως πίνων, μέθυσος, χανδοπόται, βασιλῆος ἀεθλητῆρος Ἰάκχου Ἀνθ. Παλατ. 11. 59.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χανδόν + πότης.

Russian (Dvoretsky)

χανδοπότης: ου ὁ любитель выпить Anth.