ταβερνιάρης
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
Greek Monolingual
ο, θηλ. ταβερνιάρισσα, Ν
ιδιοκτήτης ταβέρνας, κάπελας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταβέρνα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. μεροκαματιάρης)].