πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
τοιχωρυχῶ, -έω, ΝΑ τοιχωρύχος
είμαι τυχωρύχος («ὁ δὲ λωποδυτεῖ γε νὴ Δί', ὁ δὲ τοιχωρυχεῖ», Αριστοφ.)
αρχ.
μτφ. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα για να διαπράξω κλοπή.