μεταχειρίζομαι

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ
μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι)
1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη»)
2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συμπεριφέρομαι σε κάποιον κατά ορισμένο τρόπο («μεταχειρίζεται καλά τους υπαλλήλους του»)
3. (για γιατρούς) υποβάλλω κάποιον σε θεραπεία, εφαρμόζω θεραπευτική μέθοδο ή φάρμακο για να θεραπεύσω κάποιον («μεταχειρίζεται πολύ συχνά την ομοιοπαθητική»)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεταχειρισμένος, -η, -ο
αυτός που δεν είναι καινούργιος, επειδή έχει ξαναχρησιμοποιηθεί («είναι τόσο φτωχός, που φοράει πάντοτε μεταχειρισμένα παπούτσια»)
νεοελλ.-μσν.
χρησιμοποιώ κάτι ή κάποιον προς όφελός μου ή για ευκολία μου ή χρησιμοποιώ διάφορους τρόπους ή μέσα επιδιώκοντας κάποιο σκοπό («αυτός είναι τόσο αδίστακτος ώστε μπορεί να μεταχειριστεί κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό που επιδιώκει»
μσν.
1. επιχειρώ
2. (σχετικά με πόλεμο) διεξάγω

Mantoulidis Etymological

(=χρησιμοποιῶ, διευθύνω). Ἀπό τό μετά + χεῖρας. Θέμα μεταχειριδ+j+ω → μεταχειρίζω καί μεταχειρίζομαι.
Παράγωγα: μεταχείρισις, μεταχειρισμός, μεταχειριστέον, ἀμεταχείριστος, δυσμεταχείριστος, εὐμεταχείριστος.