φειδομένως

Revision as of 05:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

Adv.

   A sparingly, thriftily, 2 Ep.Cor.9.6, Plu.Alex.25; cf. πεφεισμένως.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec ménagement.
Étymologie: φειδομένος de φείδομαι.

English (Strong)

adverb from participle of φείδομαι; abstemiously, i.e. stingily: sparingly.

English (Thayer)

(from the participle φειδόμενος), adverb, sparingly: mildly, Plutarch, Alex. 25).

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με φειδώ, φειδωλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φειδόμενος, μτχ. ενεστ. του ρ. φείδομαι + επίρρμ. κατάλ. -ως].

Russian (Dvoretsky)

φειδομένως: бережливо или скупо (χρῆσθαί τινι Plut.).