φείδομαι

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φείδομαι Medium diacritics: φείδομαι Low diacritics: φείδομαι Capitals: ΦΕΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: pheídomai Transliteration B: pheidomai Transliteration C: feidomai Beta Code: fei/domai

English (LSJ)

Anacr.101, etc.: impf. φείδοντο (without augm.) even in S.El.716 after a diphth. at the end of the preceding line: fut.
A φείσομαι Ar.Ach.312 (troch.), Pl.Ap.31a, etc., Ep. πεφῐδήσομαι Il.15.215, later fut. Pass. in med. sense φεισθήσομαι, φισθήσομαι PUniv.Giss.21.6 (ii A.D.): aor. 1 ἐφεισάμην Sol.32.1, A.Th.412, And.2.11, etc., Ep.3sg. φείσατο Il.24.236: Ep. redupl. aor. 2 πεφῐδόμην, used by Hom. in opt. πεφῐδοίμην, πεφίδοιτο, Od.9.277, Il.20.464, inf. πεφιδέσθαι 21.101: pf. part. πεφεισμένος Luc.Hist.Conscr.59 (in med. sense, D.C. 50.20); Ep. imper. πεφίδησο IG14.1363.16; part. πεφιδημένος Nonn. D.12.392:—spare:
I spare persons and things, e.g. in war, i.e. not destroy them, c. gen., Τρώων Il.21.101; ἀνδρός 24.158, cf. Od.9.277, 22.54, Pl.Ap.31a; Ἰλίου Il.15.215; Ἄρης οὐκ ἀγαθῶν φ. Anacr. l. c.; ἀπ' ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατο A.Th.412; γῆς πατρίδος Sol. l.c.; μὴ φείσῃ βίου = spare not my life, S.Ph.749; μὴ φείδεσθε . . στρατοῦ Id.Aj. 844; φ. μήτε ἰδίου μήτε δημοσίου οἰκοδομήματος Th.1.90, cf. 3.74: abs., spare, be merciful, ib.59.
II spare persons and things in using them, use sparingly, ἵππων φειδόμενος, i.e. taking care of them, Il.5.202; πίθου μεσσόθι φ. Hes.Op.369; φ. ὃν εἶχε βίον (βίον by attraction to the relat.) Thgn.908; ἰδίᾳ μὲν τῶν φείδομαι δημοσίᾳ δὲ λῃτουργῶν ἥδομαι Lys.21.16; φείδεσθε τοὐλαίου σφόδρα Pl. Com.190: in this sense, most freq. with a negat., οὐ φείδεσθε = not to spare, i.e. to use freely or give freely, οὐδέ νυ τοῦ περ [δέπαος] φείσατο Il.24.236; μὴ φείδεο σίτου Hes.Op.604; θνῄσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι Tyrt.10.14; τᾶς ζωᾶς Id.15.5; σφετέρας οὐ φείσατο νευρᾶς Pi.I.6(5).33; φείδεο τῶν νεῶν, μηδὲ ναυμαχίην ποιέο Hdt.8.68. ά; τούτων φ. μηδενός Id.9.41, cf. 39; φείδοντο κέντρων οὐδέν S.El.716; οὐδὲν φ. αὐτῶν οὔτ' ἐν πόνοις κτλ. X.Cyr.4.2.1, cf. 7.1.29; οὔτε τοῦ σώματος οὔτε τῶν ὄντων And.2.11; οὐδενὸς ἂν ἐφείσατο τῶν ἑαυτοῦ Lys.19.24; οὔθ' ἱερῶν κτεάνων οὔτε τι δημοσίων φ. Sol.4.13; μήτε χρημάτων μήτε πόνων Pl.Phd.78a: later also c. acc., τῶν συμμάχων and τὰ τῶν συμμάχων both in D.C.50.20.
2 abs., to be sparing, live thriftily, φείδεσθαι μὲν ἄμεινον Thgn.931; τοὺς φειδομένους καὶ τοὺς ἀκριβῶς διαιτῶντας And.4.32; οἱ γεωργοῦντες καὶ φ. D.24.172, cf. Antipho Soph.53; freq. in part. φειδόμενος, η, ον, thrifty, Ar.Pl.247,553 (anap.), etc.; ὄμμασι φειδομένοις with shrinking, shy eyes, AP12.21 (Strat.), cf. 5.215 (Agath.), 268 (Id.); αἱ μὴ φ. (sc. μέλισσαι) the unthrifty ones, Arist.HA627a20: also ἔπαινοι πάνυ πεφεισμένοι Luc.Hist.Conscr.59; πεφιδημένα δάκτυλα Nonn. D. 12.392; cf. πεφεισμένως, φειδομένως.
III have consideration for, τῆς τοῦ λόγου συμμετρίας Plu.2.114b: with neg., pay no heed to, οὔτ' ἀνθρώπων φείδεται οὔτε θεῶν AP5.278 (Paul.Sil.), cf. 7.706 (Diog.).
IV draw back from, refrain from, θαλάσσας Alc.Supp.4.13 (prob.); κελεύθου Pi.N.9.20; κινδύνου X.Cyr.5.5.18; τᾶς θήρας BionFr.10.12; φείδομαι τοῦ λέγειν, φείδομαι τοῦ ἀκολουθεῖν, X.Cyr.1.6.19 (v.l.), HG7.1.24; φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς S.Aj.115, cf. E.Med.401, etc.; οὐδενὸς φεισάμενος οὔτε τῶν πρὸς τοὺς θεοὺς οὔτε τῶν πρὸς τοὺς πολίτας δικαίων SIG708.36 (Istropolis, ii B.C.): (abs., μὴ φείδεσθε E.Tr.1285; φείδου μηδέν Id.Hec.1044; μὴ φείδου, εἴ τι ἔχεις διδάσκειν X.Cyr.1.6.35): c. inf., spare to do, forbear from doing, dub. in E.Or.393 (fort. abs., post φείδου δ' distinguendum); also φείδου μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν Pl.R.574b; τί φειδόμεσθα τῶν λίθων . . μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα; Ar.Ach.319 (troch.).
V in LXX, with Preps., φείδομαι ἐπί τινι have mercy upon... Je. 15.5, 21.7; φείδομαι ἐπί τινα Id.28(51).3; φείδομαι περί τινος to keep one's hands off... 2 Ki.12.6 (but φείδομαι περὶ κακώσεως spare to hurt, ib.Si.13.12); φείδομαι ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης Jn.4.10; φείδομαι ἀπό τινος 1 Ki.15.3, Ez. 24.21; φείδομαι τι ἀπό τινος keep it off, Jb.30.10; φείδομαι τῆς ψυχῆς ἀπὸ θανάτου ib.33.18, cf. Ps.18(19).14; φειδεύμενοι (from contr. φειδέομαι) is cj. for φιλεύμεναι in Eus.Mynd.17.

German (Pape)

[Seite 1260] fut. φείσομαι, später auch φειδήσομαι, ep. πεφιδήσομαι, aor. ep. πεφιδόμην, πεφιδέσθαι, πεφιδοίμην, aber Il. 24, 236 auch aor. I. φείσατο, – schonen, verschonen; mit dem gen., ἵππων, λαῶν, u. vgl., Il. 5, 202. 15, 215. 21, 101. 24, 158 Od. 9, 277. 22, 54; οὐ φείσατο χερσὶν νευρᾶς Pind. I. 5, 33; κελεύθου N. 9, 20; ἐφείσατό τινος Aesch. Spt. 394; μὴ φείσῃ βίου Soph. Phil. 739, u. öfter, wie Eur. u. Ar.; φείδεο τῶν νεῶν, μηδὲ ναυμαχίην ποιέο Her. 8, 68, 1; – bes. vom Vermögen, sparen, sparsam sein; spärlich, selten reichen; Il. 24, 236; σίτου Hes. O. 606, vgl. 371; οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενοι Dem. 24, 172; vgl. noch φειδομένῳ βλέμματι ἰδεῖν Agath. 4 (V, 210); φειδομένοις ὄμμασι νεύειν Strat. 16 (XII, 71); φειδομένῳ χείλει φιλεῖν Agath. 11 (V, 269); φειδομένῃ ὁρμῇ Ep. ad. 301 (Plan. 140). – Dah. sich enthalten, vermeiden, sich entziehen, τοῦ κινδύνου, τοῦ λέγειν, Xen. Cyr. 4, 6,19. 5, 5,18; – auch c. inf., ablassen, unterlassen, Eur. Or. 393; ἆρ' εὐλαβηθείη ἂν καὶ φείσαιτο μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν Plat. Rep. IX, 574 b; μὴ φείδου διδάσκειν Xen. Cyr. 1, 6,35; u. öfter in der Anth., φείδεο κόπτειν, αἰτῆσαι, Zonas 5 Philodem. 10 (IX, 312. V, 121); αἱμάξαι Strat. 63 (XII, 221).

French (Bailly abrégé)

f. φείσομαι, ao. ἐφεισάμην, pf. πέφεισμαι;
épargner, ménager, d'où
I. traiter avec ménagement : τινος qqn ; ἵππων IL ménager des chevaux ; Ἰλίου IL épargner Ilion ; οὐ φ. βίου SOPH, ψυχῆς DÉM ne pas ménager sa vie, la risquer hardiment ou la sacrifier ; être modéré, doux, clément ; τὸ φειδόμενον PLUT ménagement;
II. employer avec ménagement, user avec ménagement de, être économe ou avare de, ne pas vouloir donner, gén. ; abs. être ménager, économe;
III. s'abstenir de, d'où
1 éviter, gén.;
2 se dispenser de, omettre de, s'épargner la peine de, inf.;
3 se garder de, avec μή et l'inf..
Étymologie: R. Φιδ, ménager.

Russian (Dvoretsky)

φείδομαι: (fut. φείσομαι - эп. πεφῐδήσομαι; aor. 1 ἐφεισάμην, эп. aor. 2 πεφῐδόμην, pf. πέφεισμαι)
1 щадить: φ. τινος Hom., Aesch., Soph., Her., Thuc. щадить кого(что)-л.; φείσασθαι καὶ ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ Thuc. сжалившись, дать пощаду;
2 быть бережливым: μὴ φείδεο σίτου Hes. не жалей корма; μήτε χρημάτων φ. μήτε πόνων Plat. не жалеть ни средств, ни трудов; ἰδίᾳ τῶν ὄντων φ. Lys. быть бережливым в личной жизни; φειδόμενος ὡς οὐδεὶς ἀνήρ Arph. бережливый как никто; ἔπαινοι ἢ ψόγοι πάνυ πεφεισμένοι Luc. весьма скупые похвалы или порицания; φειδόμενον βλέμμα или φειδόμενα ὄμματα Anth. беглые взгляды; φειδομένῳ χείλει φιλεῖν Anth. целовать робко или украдкой;
3 воздерживаться, избегать (τινος Pind., Xen.): τοῦ λέγειν, ἃ μὴ σαφῶς εἰδείη, φ. δεῖ Xen. не следует говорить того, чего ты не знаешь достоверно; τὸ φειδόμενον, sc. ὀργῆς Plut. подавляя гнев; φειδόμενος τῆς τοῦ λόγου ἀμετρίας Plut. воздерживаясь от пространных речей; φείδου μηδὲν ὧν ἐπίστασαι Eur. пускай в ход все свои знания; μὴ φείδου, εἴ τι ἔχεις, διδάσκειν Xen. учи всему, чему можешь.

Greek (Liddell-Scott)

φείδομαι: παρατ. φείδοντο (ἄνευ αὐξήσ.) ἔτι καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Ἠλ. 716, μετὰ δίφθογγον ἐν τέλ. τοῦ προηγουμ. στίχου· μέλλ. φείσομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 312, Πλάτ., κλπ., Ἐπικ. πεφῐδήσομαι Ἰλ. Ο. 215· ― ἀόρ. αϳ ἐφεισάμην Ἀττικ., Ἐπικ. γϳ ἑνικ. φείσατο Ἰλ. Ω. 236· ― κατ’ Ἐπικ. ἀναδιπλ. ἀόρ. βϳ πεφῐδόμην, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν τῇ εὐκτ. πεφῐδοίμην, πεφίδοιτο, Ὀδ. Ι. 277, Ἰλ. Υ. 464, ἀπαρ. πεφιδέσθαι Φ. 101· ― μετοχ. πρκμ. πεφεισμένος Δίων Κ., Λουκ.· Ἐπικ. προστ. πεφίδησο Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6203. 16· μετοχ. πεφιδημένος Νόνν. Δ. 12. 39, 2· ― ἀποθ. Φείδομαι, «λυποῦμαι», οἰκονομῶ, μεταχειρίζομαι μετὰ φειδοῦς, Λατ. parcere. Ι. φείδομαι προσώπων ἢ πραγμάτων ἐν πολέμῳ, «λυποῦμαι», δὲν καταστρέφω, μετὰ γεν., Τρώων Ἰλ. Φ. 101· ἀνδρὸς Ω. 158. 187, πρβλ. Ὀδ. Ι. 277, Χ. 54· Ἰλίου Ἰλ. Ο. 215· ἀπ’ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατο Αἰσχύλ. Θήβ. 412· μὴ φείσῃ βίου, μὴ «λυπηθῇς» τὴν ζωήν μου, Σοφ. Φιλ. 749· μὴ φείδεσθε... στρατοῦ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 844· οὔτε ἰδίου οὔτε δημοσίου οἰκοδομήματος φ. Θουκ. 1. 90, πρβλ. 3. 74· ― ἀπολ., δεικνύω οἶκτον, εἶμαι ἐλεήμων, αὐτόθι 59. ΙΙ. μεταχειρίζομαι μετὰ φειδοῦς, ποιοῦμαι μετρίαν χρῆσιν τινος, ἵππων φειδόμενος, δηλ. φροντίζων περὶ αὐτῶν, λαμβάνων πρόνοιαν περὶ αὐτῶν, Ἰλ. Ε. 202· φ. πίθου μεσσόθι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 367· φ. ὃν εἶχε βίον (ἔνθα ἢ διορθωτέον βίου ἢ ἑρμηνευτέον τὴν αἰτιατ. βίον καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ἀναφορικόν), Θέογν. 908· ἱερῶν κτεάνων φ. Σόλων 3. 13· φείδεσθε τοὐλαίου σφόδρα Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 15· ― ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας συνηθέστατα μετ’ ἀρνήσεως, οὐ φείδομαι, δὲν φείδομαι, δίδω ἐλευθερίως, οὐδέ νυ τοῦ περ [δέπαος] φείσατο Ἰλ. Ξ. 236· μὴ φείδεο σίτου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602· θνήσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι Τυρταῖος 7. 14, πρβλ. 12. 5· οὐ φείσατο νευρᾶς Πινδ. Ι. 6 (5), 50· φείδεο τῶν νηῶν, μηδὲ ναυμαχίην ποίεο (πρβλ. ἀφειδὴς Ι. 2) Ἡρόδ. 8. 68, 1· τούτων φ. μηδενὸς ὁ αὐτ. 9. 41, πρβλ. 39· φείδοντο κέντρων οὐδὲν Σοφ. Ἠλ. 716· φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 115· τί φειδόμεσθα τῶν λίθων; διὰ τί δὲν κάμνομεν χρῆσιν αὐτῶν; Ἀριστοφ. Ἀχ. 319· φ. αὐτῶν οὔτ’ ἐν πόνοις Ξεν. Κύρ. 4. 2, 1, πρβλ. 7. 1, 29· οὔτε τοῦ σώματος οὔτε τῶν ὄντων Ἀνδοκ. 21, 15· μήτε χρημάτων μήτε πόνων Πλάτ. Φαίδων 78A. 2) ἀπολ., εἶμαι φειδωλός, ζῶ μετὰ φειδοῦς, φείδεσθαι μὲν ἄμεινον Θέογν. 931· ἰδίᾳ μὲν φ., δημοσίᾳ δὲ λειτουργῶν ἥδομαι Λυσί. 163. 8· τοὺς φειδομένους καὶ τοὺς ἀκριβῶς διαιτῶντας Ἀνδοκ. 33. 19· οἱ γεωργοῦντες καὶ φ. Δημ. 753. 25· ― συχν. ἡ μετοχ. φειδόμενος, η, ον, ὡς ἐπίθ. = φειδωλός, Ἀριστοφ. Πλ. 247, 553, κλπ.· ὄμμασι φειδομένοις, μὲ ὄμματα διστάζοντα, δειλά, Ἀνθ. Π. 12, 21, πρβλ. 5. 216, 269· αἱ μὴ φ. (ἐξυπακ. μέλισσαι), αἱ μὴ φειδωλαί, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· οὕτως ἔπαινοι πάνυ πεφεισμένοι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 59· πεφιδημένα δάκτυλα Νόνν. Δ. 12. 392· τὸ φειδόμενον Πλούτ. 2. 972F. ― Ἐπίρρ. φειδομένως, μετὰ φειδοῦς, Βϳ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θϳ, 6, Πλουτ. Ἀλέξ. 25· πεφεισμένως Ἱππ. 1187F. ΙΙΙ. ἀποχωρῶ, ἀπομακρύνομαι ἔκ τινος, Λατιν. abstinere, κελεύθου Πινδ. Ν. 9. 46· τοῦ κινδύνου Ξεν. Κύρ. 5. 5, 18· τῆς θήρας Βίων 2, 12· τοῦ λέγειν, τοῦ ἀκολουθεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 19, Ἑλλην. 7. 1, 24· φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς Σοφ. Αἴ. 115, πρβλ. Εὐριπ. Μήδ. 401, κλπ.· (καὶ ἀπολ. μὴ φείδεσθε ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1285· φείδου μηδὲν ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1044, κλπ.)· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμφ., παύομαι πράττων τι, ἀπέχομαι τῆς πράξεώς τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 393, ἔνθα ἴδε Πόρσωνα (387), Ξεν. Κύρ. 1. 6, 35· ὡσαύτως, φ. μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν Πλάτ. Πολ. 574B. IV. παρὰ τοῖς Ἑβδομ. εἶναι ἐν χρήσει μετὰ πολλῶν ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν, φείδομαι ἐπί τινι, ἐλεῶ, κατελεῶ τινα, Ἱερεμ. ΙΕϳ, 5, ΚΑϳ, 7· ἐπί τινα ὁ αὐτ. ΚΗϳ, 3· φ. περί τινος, ἀπέχομαί τινος, Βϳ Βασιλ. ΙΒϳ, 6, Σειρὰχ ΙΓϳ, 12· φ. ὑπέρ τινος, Ἰωνᾶς Δϳ, 10· ἀπό τινος Αϳ Βασιλ. ΙΕϳ, 3, Ἰεζεκ. ΚΔϳ, 21· ἔτι ἴδε καὶ φ. τι ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, ἀποκρούω, Ἰὼβ Λϳ, 10· φ. τινος ἀπό τινος ὁ αὐτ. ΛΓϳ, 18, Ψαλμ. ΙΗϳ, 14, ΟΖϳ, 50. ― Καὶ συνῃρ. τύπος φειδέομαι Εὐσ. παρὰ Στοβ. 130. 33.

English (Autenrieth)

aor. φείσατο, aor. 2 red. opt. πεφιδοίμην, inf. πεφιδέσθαι, fut. πεφιδήσεται: spare, w. gen.

English (Slater)

φείδομαι c. gen., refrain from, renounce οὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν, ἀλλὰ φείσασθαι κελεύθου (N. 9.20) σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης (I. 6.33)

English (Strong)

of uncertain affinity; to be chary of, i.e. (subjectively) to abstain or (objectively) to treat leniently: forbear, spare.

English (Thayer)

future φείσομαι; 1st aorist ἐφεισάμην; deponent middle; from Homer down; the Sept. for חָמַל, חוּס, חָשַׂך (to keep back); to spare: absolutely τίνος, to spare one (Winer's Grammar, § 30,10d.; Buttmann, § 132,15), to abstain (A. V. forbear), an infinitive denoting the act abstained from being supplied from the context: καυχᾶσθαι, μή φειδου — namely, διδάσκειν — εἰ ἔχεις διδάσκειν, Xenophon, Cyril 1,6, 35; with the infinitive added, λέγειν κακά, Euripides, Or. 393; δρασαι τί τῶν τυραννικων, Plato, de rep. 9, p. 574b.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη
2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι
3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων όταν πρόκειται να αντιμετωπιστούν προβλήματα υγείας» β. «τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο», ΚΔ
γ. «μή φείδεσθε στρατοῦ», Σοφ.
δ. «οὐδέ τῆς ψυχῆς ἐφείσαντο», Δημοσθ.
ε. «οὐ φείσατο... νευρᾱς Ἡρακλέης», Πίνδ.)
νεοελλ.
φρ. «χρόνου φείδου» — μην αφήνεις να περνά ο χρόνος χωρίς να τον εκμεταλλεύεσαι, μη χάνεις άσκοπα τον καιρό σου
μσν.-αρχ.
(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) φειδόμενος, -ένη, -ον
α) φειδωλός
β) μτφ. διστακτικός, δειλός
αρχ.
1. (σχετικά με πρόσ. και με ζώα) φροντίζω, επιμελούμαι
2. είμαι οικονόμος, ζω με φειδώ («φείδεσθε μὲν ἄμεινον», Θέογν.)
3. αποφεύγω να κάνω κάτι, απέχω από κάτι, παύω μια ενέργεια (α. «φείσεσθε της θήρας», Βίων
β. «φείδου... λέγειν κακά», Ευρ.
γ. «μὴ φείδου διδάσκειν», Ξεν.)
4. απομακρύνω ή αποκρούω κάτι (ἐφείσατο δὲ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἀπὸ θανάτου», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φείδομαι ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhei-d- «σχίζω, χωρίζω» και συνδέεται με: γοτθ. beitan «δαγκώνω», αρχ. άνω γερμ. bīzzan «δαγκώνω» (πρβλ. γερμ. beiβen), αγγλοσαξ. bītan «δαγκώνω», biter «αιχμηρός, πικρός» (πρβλ. αγγλ. bite «δαγκώνω», bitter «πικρός»), καθώς και με τ. που εμφανίζουν έρρινο ένθημα: αρχ. ινδ. bhi-n-admi «σχίζω, χωρίζω», λατ. findo «σχίζω» (πρβλ. γαλλ. fendre). Επομένως, αρχική σημ. του ρ. φείδομαι πρέπει να θεωρηθεί μια σημ. «χωρίζομαι από κάποιον» (πρβλ. τη σημ. «απομακρύνομαι, αποφεύγω, αποχωρώ» του ρ. στις φρ. θάλασσας φειδόμεθα, φείσασθαι κελεύθον), η οποία στη συνέχεια έλαβε την ιδιαίτερη χροιά «χωρίζω κάτι, το βάζω στην άκρη για να το χρησιμοποιήσω για τον εαυτό μου» (ενδεικτική της σημ. αυτής είναι και η μέση διάθεση του ρ. και η σύνταξη του με γεν. προερχόμενη από μια αρχ. αφαιρετική). Από τη σημ. αυτή προήλθαν και οι σημ. «δαπανώ, καταναλώνω με σύνεση», «είμαι οικονόμος», «είμαι φιλάργυρος» αλλά και «φροντίζω, προνοώ για τα αναγκαία, συντηρώ, διατηρώ»].

Greek Monotonic

φείδομαι: ποιητ. γʹ πληθ. παρατ. φείδοντο· μέλ. φείσομαι, Επικ. πεφῐδήσομαι, αόρ. αʹ ἐφεισάμην, Επικ. γʹ ενικ. φείσατο· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ πεφῐδόμην, ευκτ. πεφῐδοίμην, απαρ. πεφιδέσθαι· αποθ., κάνω οικονομία, Λατ. parcere.
I.φείδομαι ανθρώπων και πραγμάτων στον πόλεμο, δηλ. δεν τους καταστρέφω, με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι, είμαι ελεήμων, σε Θουκ.
II. 1. κάνω οικονομία στη χρήση, συγκρατούμαι στη χρήση, χρησιμοποιώ με φειδώ, ἵππων φειδόμενος δηλ. φροντίζω γι' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ φείδεο σίτου, σε Ησίοδ.· φείδεο τῶν νεῶν, σε Ηρόδ.· τί φειδόμεσθα τῶν λίθων; γιατί αποφεύγουμε να τις χρησιμοποιούμε; σε Αριστοφ.· φείδ. μήτε χρημάτων μήτε πόνων, σε Πλάτ.
2. απόλ., είμαι φειδωλός, είμαι οικονομικός, ζω οικονομικά, σε Θέογν.· οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενος, σε Δημ.· η μτχ. αυτή χρησιμ. ως επίθ. = φειδωλός, σε Αριστοφ.· επίρρ. φειδομένως, με φειδώ, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
III. απομακρύνομαι από, τοῦ κινδύνου, σε Ξεν.· φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς, μην οπισθοχωρήσεις καθόλου από αυτά που έχεις στο μυαλό, σε Σοφ.· επίσης με απαρ., σταματώ ή παύω να κάνω, απέχω από το να κάνω, σε Ευρ.

Middle Liddell

Dep. to spare, Lat. parcere:
I. to spare persons and things in war, i. e. not destroy them, c. gen., Hom., Attic:—absol. to spare, be merciful, Thuc.
II. to spare in using, to refrain from using, use sparingly, ἵππων φειδόμενος, i. e. taking care of them, Il.; μὴ φείδεο σίτου Hes.; φείδεο τῶν νηῶν Hdt.; τι φειδόμεσθα τῶν λίθων; why refrain from using them? Ar.; φ. μήτε χρημάτων μήτε πόνων Plat.
2. absol. to be sparing, be thrifty, live thriftily, Theogn.; οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενος Dem.:—this part is used as adj. = φειδωλός, Ar.:— adv. φειδομένως sparingly, NTest., Plut.
III. to draw back from, τοῦ κινδύνου Xen.; φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς shrink not at all from that thou hast in mind, Soph.:—also c. inf. to spare or cease to do, forbear from doing, Eur.

Frisk Etymology German

φείδομαι: (seit Il.),
{pheídomai}
Forms: Aor. 1. φείσασθαι (Ω 236 usw.), Aor. 2. m. Redupl. πεφιδέσθαι, Opt. -οίμην (Υ 464, Φ 101, ι 277; zur Bed.differenzierung gegenüber φείσασθαι Chantraine Gramm. hom. 1, 415), Fut. φείσομαι (att.), πεφιδήσεται (Ο 215, Ω 158 = 187), φεισθήσομαι (Pap. IIp), Perf. Med. Ptz. πεφεισμένος (Luk., D. C.), πεφιδημένος (Nonn.), Ipv. πεφίδησο (sp. Epigr.)
Grammar: v.
Meaning: schonen, verschonen, sparen, sich enthalten.
Composita: vereinzelt m. ὑπο-, περι- (X., A. R. u.a.),
Derivative: Davon φειδώ f. (Hom., Hes.. Demokr., Th., LXX u.a.), -ωλή f. (Χ 244, Sol.) das Sparen, Sparsamkeit, Schonen mit -ωλός sparsam (seit Hes. Op. 720; Schmeja Stud. z. Sprachwiss. u. Kulturkunde 130f.), wozu -ωλία f. (Ar., Pl. u.a.; vgl. Scheller Oxytonierung 38), -ώς· parsimonia (Gloss.; nach αἰδώς u.a.). Rückgebildetes Adj. φειδός sparsam (Kom. Adesp., Demokr., Kall. Fr.460) mit φείδων, -ωνος m. enghalsiges Ölgefäß (Poll.), öfters als PN (s.u.). — Als Vorderglied in der Univerbierung φειδαλφιτῆσαι (Aor.) mit der Gerste sparsam umgehen (Kom. Adesp.). -ως (Phryn. PS). — Zahlreiche PN, z.B. Φείδιππος mit Φειδιππίδης, Λεωφείδης, Φειδύλος, -ίας, -ων, u.a. König in Argos (Hdt.) mit -ώνειος, -ωνίδης.
Etymology: Zum sicher altererbten φείδομαι stimmt lautlich ein weitverzweigtes Verb für spalten in germ., z.B. got. beitan, nhd. beißen (lautlich = φείδομαι); mit Nasalpräsens aind. bhinádmi, lat. findō spalten, Wz. -Aorist aind. ábhedam, ábhet (wozu Konj. bhédati; Narten Sprache 14, 125 f.). Eine überzeugende semantische Begründung steht indessen noch aus: eig. knauserig abschneiden, abzwacken od. ‘sich von etwas schneiden = sich entziehen’ ? (Prellwitz u. a.; s. Lit. bei WP.2, 138f., W.-Hofmann s. findō, auch Bq). Anders Fick KZ 41, 201: zu bhei- fürchten in aind. bibhémi usw.; abzulehnen.
Page 2,999-1000

Chinese

原文音譯:fe⋯domai 費多買
詞類次數:動詞(10)
原文字根:節省(寬恕)
字義溯源:愛惜*,赦免,禁止,禁口不說,戒絕,寬容
同源字:1) (ἀφειδία)不愛惜 2) (φείδομαι)愛惜 3) (φειδομένως)有節制地
出現次數:總共(10);徒(1);羅(3);林前(1);林後(3);彼後(2)
譯字彙編
1) 愛惜(5) 徒20:29; 羅8:32; 羅11:21; 羅11:21; 林前7:28;
2) 寬容(3) 林後1:23; 彼後2:4; 彼後2:5;
3) 我必⋯寬容(1) 林後13:2;
4) 我禁口不說(1) 林後12:6

Mantoulidis Etymological

(=λυπᾶμαι). Θέμα φειδ+ομαι = φείδομαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φειδώ -οῦς (=οἰκονομία), φειδός (=τσιγγούνης), φειδομένως, φειδωλή, φειδωλία, φειδωλός, φείδων (=ἀγγεῖο μέ στενό λαιμό, ἀπό ὅπου τρέχει λίγο λάδι), φειδώνιον (ὑποκορ.), Φείδων (κύρ. ὄνομα, ὁ βασιλιάς τοῦ Ἄργους), φειστέον, Φειδίας, ἀφειδής (=σπάταλος), ἀφειδῶς, πεφεισμένως.

Lexicon Thucydideum

parcere, to spare, be lenient, 1.82.4, 1.90.3, 3.59.1, 3.74.2, 4.11.4, 7.29.4, 8.45.6.