Χαλκιδαίος

From LSJ
Revision as of 21:47, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Χαλκιδαία, Ν
κάτοικος της Χαλκίδας ή αυτός που κατάγεται από την Χαλκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χαλκίδα + κατάλ. -αίος (πρβλ. Σιφν-αίος)].