Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
ἵκτωρ, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ο ικέτης
2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» — με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ, πράκ-τωρ)].