ἵκτωρ
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = ἱκέτης, but used of women in A.Supp.653(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1250] ορος, poet. = ἱκέτις, Aesch. Suppl. 640.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
c. ἱκέτης.
Russian (Dvoretsky)
ἵκτωρ: ορος Aesch., Eur. = ἱκτήρ I и II.
Greek (Liddell-Scott)
ἵκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἱκέτης, ἀλλ’ ἐν χρήσει ἐπὶ γυναικῶν ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 652· ὡς ἐπίθετ., μαστὸν ἵκτορα Εὐρ. ἐν Φοιν. 1569 (καθ’ Ἕρμανν. ἀντὶ ἱκέταν).
Greek Monolingual
ἵκτωρ, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ο ικέτης
2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» — με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμήτωρ, πράκτωρ)].
Greek Monotonic
ἵκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί ἱκέτης· ως επίθ., ικετευτικός, σε Ευρ.