Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἵκτωρ

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵκτωρ Medium diacritics: ἵκτωρ Low diacritics: ίκτωρ Capitals: ΙΚΤΩΡ
Transliteration A: híktōr Transliteration B: hiktōr Transliteration C: iktor Beta Code: i(/ktwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = ἱκέτης, but used of women in A.Supp.653(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1250] ορος, poet. = ἱκέτις, Aesch. Suppl. 640.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. ἱκέτης.

Russian (Dvoretsky)

ἵκτωρ: ορος Aesch., Eur. = ἱκτήρ I и II.

Greek (Liddell-Scott)

ἵκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἱκέτης, ἀλλ’ ἐν χρήσει ἐπὶ γυναικῶν ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 652· ὡς ἐπίθετ., μαστὸν ἵκτορα Εὐρ. ἐν Φοιν. 1569 (καθ’ Ἕρμανν. ἀντὶ ἱκέταν).

Greek Monolingual

ἵκτωρ, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ο ικέτης
2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» — με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμήτωρ, πράκτωρ)].

Greek Monotonic

ἵκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί ἱκέτης· ως επίθ., ικετευτικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

poet. for ἱκέτης
as adj. suppliant, Eur.