ίστερος
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
ὁ
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας Histeridae.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hister (< λατ. hister «ηθοποιός» επειδή το εν λόγω έντομο προσποιείται ότι είναι νεκρό όταν αισθανθεί κίνδυνο)].