επειδή
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Greek Monolingual
(AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής)
(σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, 'πειδή μ' ορίζει η χάρη σου 'ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.)
αρχ.-μσν.
χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῖος», Ξεν.)
μσν.
χρον. τη στιγμή που («κελεύει τὸ δίκαιον καὶ ἡ ἀσσίζαν ὅτι, ἐφειδήν κιβεντίσουν τὸ πρόσταγμαν εἰς τὴν χώραν», Ασσίζες)
αρχ.
χρον.
1. με αόρ. αντί για υπερσ. σε συνεκφορά με πρτ. για μεγαλύτερη έμφαση δηλώνει πράξη που δεν πραγματοποιήθηκε («ἐπεὶ ὑπηντίαζεν ἡ φάλαγξ... καὶ ἅμα ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο», Ξεν.)
2. (όταν υπονοείται αναφορά σε μεταγενέστερο χρόνο) αφότου («ἐπεί τε παρέλαβον τὸν θρόνον», Ηρόδ.)
3. με υποτ. και το αν ἡ το κε(ν) α) γίνεται επήν(-άν)
αφότου, όταν («τέκνα ἄξομεν ἐν νήεσσιν, ἐπὴν πτολίεθρον ἕλωμεν», Ομ. Ιλ.)
β) δηλώνει πράξη επαναλαμβανόμενη στο παρόν με απόδοση σε ενεστ. χρόνο
όταν, κάθε φορά («τὰ μέν τε πυρός... μένος... δαμνᾷ, ἐπεί κε πρῶτα λίπῃ λεύκ' ὀστέα θυμός», Ομ. Οδ.)
γ) (αναφέρεται σε μεταγενέστερο χρόνο) αφότου («δέκα ἡμερῶν ἐπειδὰν δόξῃ» — μέσα σε δέκα ημέρες μετά την απόφαση)
4. με ευκτ. χωρίς αν α) αναφέρεται σε μελλοντικό χρόνο («ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι,... ὁρᾱν οὐδ' ἄν ἕν δύνασθαι», Πλάτ.)
β) στον πλάγ. λόγο μετά από παρωχημένο χρόνο, οπότε αντιστοιχεί με υποτ. στον ευθύ («αὐτὸς δὲ ἐπεὶ διαβοίης, ἀπιέναι ἔφησθα», Ξεν.)
γ) εξαρτάται από ευκτ. σε τελικ. πρότ. («ἐπορεύοντο, ὅπως, ἐπειδή γένοιντο ἐπὶ τῷ ποταμῷ... ἴοιεν», Θουκ.)
δ) με αφομοίωση προς την ευκτ. της κύριας πρότασης («ὅς τὸ καταβρόξειεν, ἐπὴν κρητήρι μιγείη», Ομ. Οδ.)
5. συντάσσεται με απρφ. στον πλάγ. λόγο («ἐπεὶ οἱ γενομένους τοὺς παῖδας ἀνδρωθῆναι», Ηρόδ.)
6. (αιτιολ.) γιατί αλλιώς («ἐπεὶ ὑμεῖς γε, εἰ μὴ ἐγὼ προφυλάττοιμι ὑμᾱς, οὐδ' ἄν νέμεσθαι δύναισθε», Ξεν.)
7. (σε ελλειπτικές φράσεις) αν και («ἀδύνατός [εἰμι], ἐπει ἐβουλόμην ἄν οἷός τ' εἶναι» — είμαι ανίκανος αν και επιθυμούσα να είχα την ικανότητα, Πλάτ.)
8. φρ. α) «ἐπεὶ τάχιστα» — αμέσως μόλις
β) «ἐπεὶ ἄρα, έπεὶ ἂρ δή» — αφού λοιπόν
γ) «ἐπεὶ γε» — αφού πραγματικά
δ) «ἐπεί γε δή» — αφού τέλος πάντων
ε) «ἐπεί ἦ» — επειδή πραγματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επεί].
Translations
because
Abkhaz: избанзар; Afrikaans: omdat, aangesien; Albanian: sepse; Arabic: لِأَنَّ; Egyptian Arabic: علشان, عشان; Hijazi Arabic: لإن, لأن, عشان; North Levantine Arabic: لأنو; South Levantine Arabic: لأنو; Moroccan Arabic: حيت, حيتاش, على حقاش, لنو; Tunisian Arabic: عْلَى خَاطِرْ; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܣܵܒܵܒ; Hebrew: מִטּוּל; Syriac: ܡܛܠ; Armenian: որովհետև, քանզի, քանի որ; Aromanian: cã; Asturian: porque; Azerbaijani: çünki, ona görə ki; Bashkir: сөнки; Belarusian: таму што, бо; Bengali: কারণ, কেননা; Breton: peogwir, abalamour ma, en abeg ma, rak ma; Bulgarian: защото, тъй като, понеже; Burmese: လို့; Catalan: perquè, ja que, car, puix, puix que; Chichewa: chifukwa; Chinese Cantonese: 因為/因为; Hakka: 因為/因为, 因爭/因争; Mandarin: 因為/因为, 由於/由于; Min Nan: 因為/因为; Crimean Tatar: çünki; Czech: protože; Danish: fordi, eftersom, da; Dutch: omdat, aangezien, daar; Esperanto: ĉar; Estonian: kuna, seepärast, sest; Ewe: elabena; Faroese: tí, tí at; Finnish: koska, siksi että; French: parce que, car, à cause que; Georgian: იმიტომ რომ, რადგანაც, რადგან, გამო; German: weil, denn, da; Greek: διότι, επειδή, γιατί; Ancient Greek: ἀνθ' ὧν, ἀντὶ τούτων ὄτι, γάρ, δι', διά, διό, διότι, διότιπερ, ἐπεί, ἵν', ἵνα, ὅ τε, ὁθούνεκα, ὁπότε, ὅτι, ὁτιή, οὕνεκα, οὕνεκεν, ὡς; Haitian Creole: paske; Hawaiian: no, no ka mea, ma, i, ma o, muli; Hebrew: כִּי, בִּגְלַל שֶׁ־; Hindi: क्योंकि; Hungarian: mert, mivel; Icelandic: því, af því, því að, af því að, vegna, vegna þess, vegna þess að, út af því að; Ido: pro ke; Indonesian: karena, sebab; Interlingua: proque; Irish: óir, mar, toisc go, arae, de bhrí go; Old Irish: hóre; Italian: perché; Japanese: なぜなら, だって, から, ので, ために; Kabyle: acku; Kashubian: bò; Kazakh: өйткені, себебі; Khmer: ព្រោះ, ពីព្រោះ; Korean: 때문에 ttaemune); Kumyk: неге тюгюл; Kurdish Central Kurdish: بۆ ئەوە, چونکە; Northern Kurdish: çimkî, ji ber ku; Kyrgyz: анткени, себеби; Ladin: ajache; Lao: ເພາະ, ເນື່ອງ, ແຕ່ເນື່ອງຈາກ; Latin: quia, quod, quoniam, cum, pro eo quod, propterea quod; Latvian: jo, tāpēc, tāpēc ka, tādēļ, tādēļ ka; Lithuanian: nes, todėl, kad; Livonian: sīest, sīestõ; Low German: ümdat, dor; Luxembourgish: well; Macedonian: затоа што, бидејќи; Malay: kerana, sebab, karena; Maltese: minħabba, għaliex; Manchu: ᠣᡶᡳ, ᠰᡝᠮᡝ; Maore Comorian: mana; Maori: nā te mea, nō te mea, tā te mea, tō te mea; Mbyá Guaraní: mba'e ta; Mongolian: яагаад гэвэл, болохоор; Mwani: konta, kamana; Navajo: háálá; Neapolitan: pecché; Nepali: किनकि; Norman: passequé; Norwegian Bokmål: fordi, ettersom, da; Nynorsk: av di, fordi, ettersom, då; Occitan: perque; Old Church Slavonic Cyrillic: пон҄еже; Old English: for þon þe; Old Polish: tegodla; Pashto: ځکه چې; Persian: زیرا, چونکه, چون, بدلیل, برای اینکه; Pitjantjatjara: -nguru, -languru, panya; Polish: bo, ponieważ, dlatego że, gdyż, albowiem, bowiem, abociem, wszak; Portuguese: porque, já que; Romani: kaj; Romanian: pentru că, din cauză că, datorită, deoarece; Romansch: perquai che, damai che; Russian: потому что, так как, поскольку, ведь, ибо, понеже; Sanskrit: उपजीव्य, हि; Scottish Gaelic: oir; Serbo-Croatian Cyrillic: је̏р, је̏рбо; Roman: jȅr, jȅrbo; Slovak: pretože; Slovene: ker; Sorbian Lower Sorbian: dokulaž; Spanish: porque, ya que, por cuanto; Swahili: kwa sababu; Swedish: därför att, eftersom; Tagalog: dahil; Tajik: чунки, чун, зеро; Talysh Asalemi: چون; Tatar: чөнки; Thai: เพราะ; Tibetan: གང་ཡིན་ཟེར་ན, ཙང, ག་རེ་ཡིན་ཟེར་ན; Turkish: çünkü; Turkmen: çünki, zerarly, sebäbi; Ukrainian: бо, тому, тому що, так як, оскі́льки, адже, внаслі́док, унаслі́док; Urdu: کیونکہ; Uzbek: negaki, chunki; Venetian: parché; Vietnamese: tại vì, vì, bởi vì; Walloon: paski, ca; Welsh: achos, oherwydd; West Frisian: meidat, omdat, mei't, om't; Wolof: ndax; Yiddish: ווײַל, וואָרעם, וואָרן, מחמת, נאַכסאָל; Zealandic: om'a; Zhuang: aenvih