αθεϊσμός
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
ο
το φιλοσοφικό δόγμα που αρνείται την ύπαρξη θεού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < άθεος + κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. atheisme].