αθεϊσμός

From LSJ
Revision as of 22:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

ο
το φιλοσοφικό δόγμα που αρνείται την ύπαρξη θεού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < άθεος + κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. atheisme].