αισθητισμός

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

ο
αισθητικό ρεύμα τών μέσων του 19ου αιώνα, που αποτελεί ώς ένα σημείο εξέλιξη τών ρομαντικών ιδεών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. esthetisme (< esthete < ελλην. αισθητής) + -isme, πρβλ. -ισμός].