αμιαντοτσιμέντο

From LSJ
Revision as of 23:29, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

το τεχνολ.
σύνθετο ανόργανο υλικό, που αποτελείται από τσιμέντο ενισχυμένο με ειδικά διαλεγμένες και επεξεργασμένες ίνες αμιάντου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. amiante-ciment < amiante (πρβλ. αμίαντος) + ciment (πρβλ. τσιμέντο)].