αμιαντοτσιμέντο

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

το τεχνολ.
σύνθετο ανόργανο υλικό, που αποτελείται από τσιμέντο ενισχυμένο με ειδικά διαλεγμένες και επεξεργασμένες ίνες αμιάντου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. amiante-ciment < amiante (πρβλ. αμίαντος) + ciment (πρβλ. τσιμέντο)].