ἀδικητέον

Revision as of 12:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A one ought to do wrong, Pl.R.365e; φαμὲν ἑκόντας ἀ. εἶναι Id.Cri.49a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδικητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀδικέω = πρέπει τις νὰ πράττῃ ἀδικίαν, Πλάτ. Πολ. 365 Ε˙ φαμὲν ἑκόντας ἀδ. εἶναι, ὁ αὐτ. Κρίτων 49Α.

Spanish (DGE)

hay que cometer una injusticia εἰ δ' οὖν πειστέον, ἀδικητέον Pl.R.365e, οὐδενὶ τρόπῳ φαμὲν ... ἀδικητέον εἶναι Pl.Cri.49a.

Greek Monotonic

ἀδικητέον: ρημ. επίθ. του ἀδικέω, κάτι που πρέπει να διαπραχθεῖ ως αδικία, σε Πλάτ.