τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
ἠέρος: Ἰων. καὶ Ἐπ. γεν. τοῦ ἀήρ.
see ἆήρ.
ἠέρος: Επικ. γεν. του ἀήρ.
ἠέρος: эп.-ион. gen. к ἀήρ.