μεμόρηται

Revision as of 12:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

μεμορημένος, μεμορμένος,    A v. μείρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμόρηται: μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. μείρομαι.

Greek Monotonic

μεμόρηται: γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του μείρομαι· μτχ. μεμορημένος.