ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
inf. pf. ion. de συμβαίνω.
συμβεβάναι: [ᾰ], αντί -βεβηκέναι, απαρ. παρακ. του συμβαίνω.
συμβεβάναι: inf. pf. к συμβαίνω.