κάναστρον

Revision as of 22:26, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

[κᾰ], τό,

   A = κάνεον, wicker basket, GDI5087.9 (Crete), dub. in Supp.Epigr.1.414 (Crete), cf. Hsch.: καναῦστρον, IG12.330.11 (cited as κάναστρον and κάνυστρον by Poll.10.86), cf. Carm.Pop. 41.9; κάνιστρον (?), PLond.5.1657.9 (iv/v A.D.).    II earthen vessel, dish, = τρύβλιον, Hom.Epigr.14.3, Nicopho 24.

German (Pape)

[Seite 1319] τό, = κάνεον, von Rohr geflochtener Korb, VLL., die es auch τρυβλίον erkl.; irdenes Gefäß, Schüssel, Hom. ep. 14, 3, wo Wolf κανάστρα betont; nach Poll. 10, 85 φελλώδεις τινὲς πινακίσκοι. Auch κάνυστρον.

Greek (Liddell-Scott)

κάναστρον: τό, (κάνη) = κάνεον, κάνιστρον, Λατ. canistrum, «κάνιστρον.. κανοῦν» Ἡσύχ.· ὡσαύτως κάνυστρον «ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις (τοῦ Εὐπόλιδος) οὐ κάναστρον μόνον, ἀλλὰ καὶ κάνυστρον εὑρίσκομεν» Πολυδ. Ι΄, 85· καὶ κάναυστρον Ἀττ. Ἐπιγρ. παρὰ Dittenb. 44, 10· προσέτι κάνιστρον ἐν τῷ ᾄσματι τῆς χελιδόνος παρὰ τῷ Bgk. εἰς Λυρ. σ. 883. ΙΙ. πήλινον ἀγγεῖον, πινάκιον, ἀλλαχοῦ τρύβλιον, κότυλοι καὶ πάντα κάναστρα Ὁμήρ. Ἐπιγράμμ. 14. 3 (Wolf παροξυτ. κανάστρα), Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase en forme de corbeille.
Étymologie: κάνης.

Greek Monolingual

κάναστρον, τὸ (Α)
βλ. κάνιστρο.

Greek Monotonic

κάναστρον: τό, = κάνεον, πήλινο αγγείο, σε Επιγράμμ. Ομήρ.

Russian (Dvoretsky)

κάναστρον: τό сосуд в форме, корзины Hom.