Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κνηκός, -ή, -όν (δωρ. τ.) βλ. κνηκός.
κνᾱκός: κνάκων, Δωρ. αντί κνηκός, κνήκων.
κνᾱκός: дор. Theocr. = κνηκός I.