κνήκων
From LSJ
Ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶσι δ' οὔ → Ad ebrios it non ad impransos Venus → Bei Satten weilet Kypris, nicht bei Hungrigen
English (LSJ)
Dor. κνάκων [ᾱ], ωνος, ὁ, (κνηκός) name for the goat, Theoc.3.5.
German (Pape)
[Seite 1460] ωνος, ὁ, dor. κνάκων, der Fahle, der Bock, Theocr. 3, 5. S. κνηκός.
Greek (Liddell-Scott)
κνήκων: Δωρ. κνάκων, ωνος, ὁ, ἴδε ἐν λ. κνηκός.
Russian (Dvoretsky)
κνήκων: дор. κνάκων, ωνος (ᾱ) ὁ козел Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνήκων -ωνος, ὁ [κνηκός] Dor. acc. κνᾱ́κωνα, bok.