μεγαλοεργία

Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A great achievement, Plb.30.25.1 (s. v. l.); contr. μεγᾰλουργία, Str.3.5.6, Ph.2.143, J.AJ2.7.1; magnificence, ib.8.3.2, al., Luc.Cal.17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
par contr. μεγαλουργία;
grandeur des actions.
Étymologie: μεγαλοεργός.

Greek Monolingual

μεγαλοεργία, ἡ (Α)
βλ. μεγαλουργία.

Greek Monotonic

μεγᾰλοεργία: ἡ, συνηρ. -ουργία, μεγαλοπρέπεια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοεργία: стяж. μεγᾰλουργία ἡ
1) величие, великолепие Luc.;
2) щедрость, пышность (τῆς δωρεᾶς Polyb.).