χρυσεοβόστρυχος

Revision as of 06:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A with golden tresses, Διὸς ἔρνος E.Ph.191 (lyr.), Philox.8.

German (Pape)

[Seite 1379] ον, = χρυσοβόστρυχος; Eur. Phoen. 198; Philem. bei Ath. XIII, 564 e.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεοβόστρῠχος: -ον, = χρυσοβόστρυχος, Εὐρ. Φοίν. 191.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. χρυσοβόστρυχος.

Greek Monotonic

χρῡσεοβόστρῠχος: -ον, = χρυσοβόστρυχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεοβόστρῠχος: златокудрый (Ἄρτεμις Eur.).