δέξαι

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

French (Bailly abrégé)

impér. ao. de δέχομαι;
ion. p. δεῖξαι, inf. ao. de δείκνυμι.

Greek Monotonic

δέξαι: προστ. αορ. αʹ του δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

δέξαι: I imper. aor. к δέχομαι.
II ион. (= δεῖξαι) inf. aor. к δείκνυμι.