λωβήτειρα

Revision as of 09:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

fem. of sq., AP9.251 (Even.).

Greek (Liddell-Scott)

λωβήτειρα: θηλ. τοῦ λωβητήρ, Ἀνθ. Π. 9. 251.

Greek Monolingual

λωβήτειρα, ἡ (Α)
βλ. λωβητήρ.

Greek Monotonic

λωβήτειρα: θηλ. του λωβητήρ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λωβήτειρα: Anth. f к λωβητήρ.
Anth. f к λωβητήρ.