λωβήτειρα
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
fem. of λωβητήρ, AP 9.251 (Even.).
German (Pape)
ἡ, fem. zu λωβητήρ, φωλάς, Euen. 16 (IX.251).
Russian (Dvoretsky)
λωβήτειρα: Anth. f к λωβητήρ.
Anth. f к λωβητήρ.
Greek (Liddell-Scott)
λωβήτειρα: θηλ. τοῦ λωβητήρ, Ἀνθ. Π. 9. 251.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λωβήτειρα: θηλ. του λωβητήρ, σε Ανθ.
Middle Liddell
[fem. of λωβητήρ, Anth.]