προείρηκα

From LSJ
Revision as of 02:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monotonic

προείρηκα: παρακ. του προερέω· προειρήσομαι, Παθ. μέλ.

Russian (Dvoretsky)

προείρηκα: pf. к προαγορεύω.