προαγορεύω

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγορεύω Medium diacritics: προαγορεύω Low diacritics: προαγορεύω Capitals: ΠΡΟΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: proagoreúō Transliteration B: proagoreuō Transliteration C: proagoreyo Beta Code: proagoreu/w

English (LSJ)

aor.
A -ηγόρευσα Hdt.1.74, 125: pf. -ηγόρευκα D.11.20 (v.l. -ευσε; but in Att. fut. is προερῶ, aor. προεῖπον, pf. προείρηκα):—Pass., fut. (in med. form) X.Eq.Mag.2.7: pf. -ηγόρευμαι Id.Mem.1.2.[35]:—tell beforehand, τι Th.1.68: c. inf., declare beforehand that…, Hdt.1.74,91; π. ὅτι… Th.2.13, X.Cyr.3.1.3; ὡς.. ib.7.5.34; advise beforehand, πολλοῖς π. τὰ μὲν ποιεῖν τὰ δὲ μὴ ποιεῖν Id.Mem.1.1.4, cf. Pl.Lg.907d.
2 foretell, prophesy, τὸ μέλλον X.Smp.4.5.
II declare or proclaim publicly, τι Hdt.7.10.δ', 8.83; τινί τι Id.1.153; ἰσονομίην ὑμῖν π. Id.3.142; πόλεμον (with or without τινι) Th.1.131, D.11.20, etc.: c. inf., Pl.Cri.51d: especially of a herald or public officer, Hdt.3.61,62; also, have a thing proclaimed by herald, ὑπὸ κήρυκος π. Id.9.98 (though ἀναγορεύειν was properly the word for heralds, προαγορεύειν for magistrates, X.An.2.2.20).
2 order publicly, ταῦτα Hdt.1.22: c. inf., ib.21; π. ὑμῖν παρεῖναι ib.125, cf. 6.37; π. τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν.. forbid them to... Pl.R. 426b, etc.; ὁ ἱερεὺς π. καὶ ἀπαγορεύει… μὴ κόπτειν IG22.1362.2: without a dat., τοὺς Ἕλληνας π. αὐτονόμους ἀφιέναι Th.1.140, cf. X.HG7.4.38:—Pass., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται… ἅπασι Id.Lac.12.5, etc.; τὰ προηγορευμένα Id.Mem.1.2.[35].
b give public notice to persons accused of murder that they are excommunicated, π. εἴργεσθαι τῶν νομίμων Antipho 6.34, Arist.Ath.57.2, cf. Antipho 5.10, Isoc.4.157, D.47.69: abs., Antipho 6.48; τὴν πρόρρησιν π. Pl.Lg.871c.
c serve notice on persons to appear for trial, π. εἰς τρίτην ἀγορὰν παρεῖναι Plu.Cor.18.
III forestall an anticipated argument, Arist.SE174b30.

German (Pape)

[Seite 704] 1) vorhersagen, weissagen; Xen. Conv. 4, 5; eine Sonnenfinsterniß, Her. 1, 74; Thuc. 1, 68. – 2) gew. öffentlich bekanntmachen, befehlen, verkündigen; τινί τι; ἰσονομίην ὑμῖν, Her. 3, 142, vgl. 7, 10, 4. 8, 83; bes. vom Herolde, ausrufen, 3, 61. 62; durch den Herold verkündigen lassen, 1, 22; ὑπὸ κήρυκος, 9, 98; προηγόρευε τοῖς Ἀθηναίοις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Thuc. 2, 13; πόλεμον, Krieg ankündigen, 1, 131 u. A.; προαγορεύουσι τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, verbieten, Plat. Rep. IV, 426 c; auch φόνον, Legg. IX, 878 b; ἀνειπεῖν ἐκέλευσε τὸν κήρυκα ὅτι προαγορεύουσιν οἱ ἄρχοντες, Xen. An. 2, 2, 20; εἰ δέ τινα φεύγοντα λήψοιτο, προηγόρευσεν, ὅτι ὡς πολεμίῳ χρήσοιτο, Cyr. 3, 1, 3; ἄλλο τι ποιῶ ἢ τὰ προηγορευμένα, Mem. 1, 2, 35; Folgde. – Bes. wurde es in Athen von dem Verbote gebraucht, welches den eines Mordes Angeklagten vom Allerheiligsten ausschließt, παρεσκευάζοντο αἰτιᾶσθαι καὶ προαγορεύειν εἴργεσθαι τῶν νομίμων, Antiph. 6, 34, vgl. 5, 10 u. Dem. 47, 69. – Προαγορεύσεται steht passivisch Xen. Mag. equ. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ao. προηγόρευσα, pf. προηγόρευκα;
I. prédire;
II. faire savoir d'avance ou publiquement :
1 prévenir, avertir de, acc. ; avec l'inf. : avertir ou déclarer d'avance que, annoncer que : τινι μή avec l'inf. : avertir qqn de ne pas, lui défendre de, etc.
2 déclarer publiquement : τι qch, πόλεμόν τινι THC déclarer une guerre à qqn;
3 proclamer ou faire proclamer par un héraut;
4 prescrire, enjoindre, ordonner publiquement : τὰ προηγορευμένα XÉN les choses ordonnées;
5 t. de droit att. signifier : τινί faire signification à qqn, le citer pour comparaître à jour fixe.
Étymologie: πρό, ἀγορεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αγορεύω van tevoren zeggen, met acc. en dat.:; ἡμῖν... μηδὲν τοιοῦτον προαγορεύῃ ἐν ἀρχῇ τῶν νόμων; moet hij ons niets dergelijks van tevoren bij de inleiding van de wetten zeggen? Plat. Lg. 719e; voorspellen, met AcI:. προηγόρευε … μεγάλην ἀρχὴν αὐτὸν καταλύσειν hij voorspelde dat hij een groot rijk zou vernietigen Hdt. 1.91.4. openlijk bekendmaken, publiekelijk afkondigen:; πόλεμόν π. de oorlog verklaren Thuc. 1.131.1; publiekelijk opdracht geven, bevelen, waarschuwen (om iets wel of niet te doen), met μή:; προαγορεύουσι τοῖς πολίταις τὴν... κατάστασιν τῆς πόλεως ὅλην μὴ κινεῖν zij waarschuwen de burgers dat zij de inrichting van de stad niet als geheel mogen verstoren Plat. Resp. 426b; ptc. subst..; τὰ προαγορευόμενα de opdrachten Xen. Mem. 1.2.33; jur. aanzeggen, gelasten:. τοῖς ἄλλοις βαρβάροις εἴργεσθαι τῶν ἱερῶν ὥσπερ τοῖς ἀνδροφόνοις προαγορεύουσιν zij gelasten de andere barbaren net als de moordenaars, dat zij uitgesloten zijn van de heilige riten Isocr. 4.157.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγορεύω:
1 предсказывать, предвещать (τὴν μεταλλαγὴν τῆς ἡμέρης Her.; τὸ μέλλον Xen.);
2 предупреждать, предостерегать: προηγόρευεν, ὅτι ὡς πολεμίῳ χρήσοιτο Xen. (всякого бегущего Кир) предупредил, что поступит (с ним) как с врагом;
3 заявлять, указывать (προηγόρευε τοῖς Ἀθηναῖοις, sc.Περικλῆς, ὁτι Ἀρχίδαμος οἱ ξένος εἴη Thuc.);
4 объявлять, возвещать, провозглашать (ὑπὸ κήρυκος Her.; πόλεμόν τινι Thuc.): ἰσονομίην τινὶ π. Her. предоставлять кому-л. равноправие; τοὺς Ἓλληνας π. αὐτονόμους ἀφιέναι Thuc. предоставлять грекам жить по их собственным законам;
5 приказывать, предписывать (τινἴ μετιέναι τινά Her.): π. τινὶ μὴ κινεῖν τι Plat. запрещать кому-л. разрушать (досл. потрясать) что-л.; τὰ προηγορευμένα Xen. предписания, указания;
6 вызывать (в качестве обвиняемого) (π. τινὶ εἰς τρίτην ἀγορὰν παρεῖναι Plut.);
7 (тж. π. εἴργεσθαι τῶν νομίμων Dem.) (об обвиняемом в убийстве) объявлять о запрещении участвовать в священных обрядах (τοῖς ἀνδροφόνοις Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγορεύω: ἀόρ. -ηγόρευσα, Ἡρόδ. 1. 74, 125· πρκμ. -ηγόρευκα Ψευδο-Δημ. 157. 19, (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. εἶναι προερῶ, προεῖπον, πρκμ. προείρηκα)· ― παθ. μέλλ. (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 7· πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 2, 35. Λέγω τι πρότερον, τι Θουκ. 1. 68, 2. 13· μετ’ ἀπαρ. λέγωδιακηρύττω ἐκ τῶν προτέρων ὅτι..., Ἡρόδ. 1. 74, 91, Πλάτ. Κρίτων 51D· πρ. ὅτι…, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 3· ὡς..., αὐτόθι 7. 5, 34· - ― λέγωσυμβουλεύω ἐκ τῶν προτέρων, νουθετῶ, πολλοῖς πρ. τὰ μὲν ποιεῖν τὰ δὲ μὴ π. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 4, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 907D. 2) προλέγω, προφηεύω, τὸ μέλλον Ξεν. Συμπ. 4. 5· τὴν Χριστοῦ ἄφιξιν Ἰουστ. Μάρτ. ΙΙ. λέγω ἐνώπιον πάντων, διακηρύττω, δημοσίᾳ ἀγγέλλω, κηρύττω, τι Ἡρόδ. 7. 10, 4., 8. 83· τινί τι ὁ αὐτ. 1. 153· ἰσονομίην ὑμῖν πρ. ὁ αὐτ. 3. 142· πόλεμόν τινι Θουκ. 1. 131, Δημ. 157. 19, κτλ.· μάλιστα ἐπὶ κήρυκος ἢ δημοσίου ὑπαλλήλου Ἡρόδ. 3. 61, 62· ὡσαύτως διὰ κήρυκος προκηρύσσω τι, ὁ αὐτ. 1. 22· πρ. ὑπὸ κήρυκος ὁ αὐτ. 9. 98 (ἂν καὶ τὸ ἀναγορεύειν ἦτο κυρίως ἡ ἐπὶ κηρύκων ἐν χρήσει λέξις, τὸ δὲ προαγορεύειν ἐπὶ ἀρχόντων, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 20). 2) μετ’ ἀπαρ., δημοσίᾳ παραγγέλλω, διατάττω, πρ. ὑμῖν παρεῖναι Ἡρόδ. 1. 125, πρβλ. 6. 37· πρ. τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν..., ἀπαγορεύω εἰς αὐτοὺς νά..., Πλάτ. Πολ. 426C, κτλ.· ὡσαύτως ἄνευ δοτ., τοὺς Ἕλληνας πρ. αὐτονόμους ἀφιέναι Θουκ. 1. 140, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 38· πρ. ἀπέχεσθαι, διατάττει πάντας νὰ ἀπέχωνται, Ἀριστ. Ἀποσπ. 385. ― Παθ., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται... ἅπασι Ξεν. Λακ. 12. 5, κλπ.· τὰ προηγορευμένα ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 2, 35. 3) δηλῶ εἰς ἀνθρώπους κατηγορουμένους ἐπὶ φόνῳ ὅτι εἶναι ἀποκεκλεισμένοι, τῆς κοινωνίας, πρ. εἵργεσθαι τῶν νομίμων Ἀντιφῶν 145. 23 κἑξ., πρβλ. 130. 23, Ἰσοκρ. 73D· ἀπολ., Ἀντιφῶν 147. 9· τὴν πρόρρησιν προαγ. Πλάτ. Νόμ. 871Β· πρβλ. προαγόρευσις ΙΙ. 2, προειπεῖν ΙΙ, πρόρρησις ΙΙ. 2. 4) παραγγέλλω εἰς τοὺς μέλλοντας νὰ δικασθῶσι νὰ ἐμφανισθῶσιν εἰς τὸ δικαστήριον, Δημ. 1160. 20, Πλουτ. Κοριολ. 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προαγορεύσας· προειπὼν, προφητεύσας, προξενήσας».

Greek Monolingual

Α αγορεύω
1. λέω ή διακηρύσσω κάτι προηγουμένως, εκ τών προτέρων
2. συμβουλεύω εκ τών προτέρων, νουθετώ («πολλοῖς προαγορεύειν τὰ μὲν ποιεῖν, τὰ δὲ μὴ ποιεῖν», Ξεν.)
3. προλέγω, προφητεύω
4. (ιδίως για κήρυκα ή δημόσιο υπάλληλο) αγγέλλω, κηρύσσω κάτι ενώπιον όλων, δημοσίως
5. παραγγέλλω, διατάζω κάτι δημοσίως («ταῦτα δὲ ἐποίεέ τε καὶ προηγόρευε Θρασύβουλος», Θουκ.)
6. δηλώνω σε άτομα καταδικασμένα για φόνο ότι έχουν αποκλειστεί από την κοινωνία, ότι έχουν χάσει τα κοινωνικά τους δικαιώματα («προαγορεύειν εἴργεσθαι τῶν νομίμων», Αντιφ.)
7. παραγγέλλω σε αυτούς που πρόκειται να δικαστούν να εμφανιστούν ενώπιον τών δικαστών
8. (σχετικά με επιχειρήματα) υποβάλλω προηγουμένως
9. φρ. «προαγορεύω [τινὶ] μή» (με απαρμφ.) απαγορεύω σε κάποιον να κάνει κάτι.

Greek Monotonic

προᾰγορεύω: αόρ. αʹ -ηγόρευσα, παρακ. -ηγόρευκα (αλλά, Αττ. μέλ. προερῶ, αόρ. προεῖπον, παρακ. προείρηκα) — Παθ. -εύσομαι (σε Μέσ. τύπο), παρακ. -ηγόρευμαι·
I. 1. λέω από πριν, σε Θουκ.· με απαρ., λέω ή δηλώνω εκ των προτέρων ότι..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, προαγορεύω ὅτι..., σε Ξεν.
2. προλέγω, προφητεύω, τὸ μέλλον, στον ίδ.
II. 1. μιλώ ενώπιον όλων, διακηρύσσω, δηλώνω ή κηρύττω δημοσίως, σε Ηρόδ., Θουκ.· έχω προδηλώσει με κήρυκα, σε Ηρόδ.
2. με απαρ., παραγγέλλω, διατάσσω δημοσίως, προαγορεύω ὑμῖν παρεῖναι, στον ίδ.· προαγορεύω τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, απαγορεύω στους πολίτες να κινηθούν, σε Πλάτ. — Παθ., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται ἅπασι, σε Ξεν.· τὰ προηγορευμένα, στον ίδ.
3. ανακοινώνω, κοινοποιώ, σε Πλάτ.

Middle Liddell

aor1 -ηγόρευσα perf. -ηγόρευκα the Attic fut. is προερῶ Attic fut. προερῶ aor. προεῖπον perf. προείρηκα mid. -εύσομαι Pass. -εύσομαι in mid. form perf. -ηγόρευμαι
I. to tell beforehand, Thuc.: c. inf. to tell or declare beforehand that…, Hdt., etc.; so, πρ. ὅτι…, Xen.
2. to foretell, prophesy, τὸ μέλλον Xen.
II. to speak before all, to state, declare or proclaim publicly, Hdt., Thuc.; to have a thing proclaimed by herald, Hdt.
2. c. inf. to order publicly, πρ. ὑμῖν παρεῖναι Hdt.; πρ. τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν to forbid them to move, Plat.:—Pass., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται ἅπασι Xen.; τὰ προηγορευμένα Xen.
3. to give notice, notify, Plat.

Lexicon Thucydideum

denuntiare, to announce, give notice, 1.29.1, 1.68.2, 1.131.1, 1.140.3, 2.13.1, 4.97.4.