ἰήσιμος: ἴησις, Ἰων. ἀντί ἰάσιμος, ἴασις.
ἰήσιμος, -ον (Α)ιων. τ. βλ. ιάσιμος.
ἰήσιμος: ἴησις, Ιων. αντί ἰάσιμος, ἴασις.
ἰήσιμος: ион. = ἰάσιμος.