πυρηφόρος

Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον, poet. for πυροφόρος,

   A wheatbearing, πεδίον Od.3.495, h.Ap.228.

German (Pape)

[Seite 821] poet. statt πυροφόρος, Weizen tragend; πεδίον, Od. 3, 495; h. Apoll. 228.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρηφόρος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πυροφόρος, ὁ φέρων σῖτον, σιτοφόρος, πεδίον Ὀδ. Γ. 495, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 228.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πυροφόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πυροφόρος (II).

Greek Monotonic

πῡρηφόρος: -ον (πυρός, φέρω), ποιητ. αντί πυροφόρος, αυτός που έχει σιτάρι, σιτοφόρος, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρηφόρος -ον [πυρός, φέρω] tarwe voortbrengend:. πεδίον πυρηφόρον tarwe-voortbrengende vlakte Od. 3.495.