σιτάρι
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Greek Monolingual
το / σιτάριον, ΝΜΑ, και στάρι Ν
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή σήμερα ονομασία τών ειδών του γένους αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών triticum, που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη της τάξης ποώδη, αλλ. σίτος
2. ο καρπός του παραπάνω φυτού
3. φρ. α) «μαλακό σιτάρι» — σιτάρι του οποίου το σπέρμα έχει εγκάρσια τομή με αλευρώδη όψη
β) «σκληρό σιτάρι» — σιτάρι του οποίου το ενδοσπέρμιο είναι σκληρό και διαφανές και έχει τομή με υαλώδη, γυαλιστερή εμφάνιση
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ σιτάρια
μικρή ποσότητα σιταριού
αρχ.
1. μικρό κομμάτι ψωμί, ψωμάκι
2. μικρή ποσότητα τροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σιτάριν < αρχ. σιτάριον, υποκορ. του σῖτος. Ο τ. στάρι < σιτάρι με συγκοπή του -ι- (πρβλ. περιβόλι: περβόλι)].